- σαπροφυτικός
- -ή, -ό, Νβιολ. (για οργανισμό) αυτός που τρέφεται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη.επίρρ...σαπροφυτικώς και σαπροφυτικάμε σαπροφυτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρόφυτο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ν. Χλωρό].
Dictionary of Greek. 2013.